Βυζαντινές αλχημείες

Οι Παλαιολόγοι του Γ. Λεονάρδου
από την Αριάδνη Πολυχρονίου

Picture
Το ιστορικό μυθιστόρημα, οι Παλαιολόγοι, κινείται σε δύο αφηγηματικά επίπεδα, που συγκροτούνται από δύο παράλληλες δράσεις. Η πρώτη είναι η αφήγηση των ιστορικών γεγονότων που εκτυλίχθηκαν κατά το τέλος του δωδέκατου ώς και μέση του δέκατου τρίτου αιώνα στη βυζαντινή αυτοκρατορία. Στη δράση αυτή,  παρεμβάλλεται μια δεύτερη αφήγηση του συγγραφέως-αφηγητή, Ανδρόνικου Παλαιολόγου, που παραθέτει στοιχεία και βιώματα από την προσωπική του ζωή.
Το μυθιστόρημα ξεκινά με την δολοφονία του Μανουήλ, εγγονού του αυτοκράτορα Ανδρόνικου του δεύτερου,  για την οποία κατηγορείται ο πρωτότοκος αδελφός του κι αντιβασιλέας του κράτους, Ανδρόνικος ο τρίτος. Το γεγονός αυτό δίνει το έναυσμα για την πρώτη ρήξη μεταξύ αυτού και του παππού του, ο οποίος απειλεί να τον αποκληρώσει  και να του αφαιρέσει το αξίωμα και τις αρμοδιότητες του. Ο νεαρός Ανδρόνικος, με την στήριξη επιφανών ανδρών της εποχής, προβαίνει σε ενέργειες, με σκοπό τη διαφύλαξη της θέσης του, και φεύγει από το παλάτι, για να εγκατασταθεί στην περιοχή της Θράκης, όπου και ξεσηκώνει τον λαό εναντίον του βασιλέα. Στο μεταξύ, ο αφηγητής, από του οποίου την οπτική γωνία παρουσιάζονται τα πάντα, μας παραθέτει πληροφορίες για την ώς τώρα ζωή του ως συμβούλου του βασιλέα κι αυλικού του παλατιού και περιγράφει την αρχή της σχέσης του με την Αιμιλία, τη γυναίκα που θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην ζωή του, καθώς και με την αδελφή της, Τζιοβάνα, την οποία θα παντρευτεί κάποιους μήνες μετά την γνωριμία τους. Παράλληλα, τάσσεται στο πλευρό του εγγονού Ανδρόνικου, πιστεύοντας πως μπορεί να προσφέρει περισσότερα στην αυτοκρατορία, χωρίς ωστόσο να εκδηλωθεί αρνητικά εναντίον του βασιλέα, τον οποίον συνεχίζει να υπηρετεί. Λίγους μήνες αργότερα, γεννιέται ο γιος του, Μιχαήλ, γεγονός που τον χαροποιεί αφάνταστα, κάτι το οποίο ωστόσο δεν συμμερίζεται η γυναίκα του, Τζιοβάνα, η οποία τον εγκαταλείπει, δίχως να του αποσαφηνίσει τους λόγους.
Στο μεταξύ, ο Ανδρόνικος ο τρίτος αυτοτιτλοφορείται μονάρχης του κράτους. Τόσο ο παππούς του όσο κι αυτός στρέφονται σε βαλκανικούς γειτονικούς λαούς για βοήθεια και καταφέρνουν ο μεν πρώτος να συνάψει συμμαχία με τους Σέρβους κι ο δεύτερος με τους Βούλγαρους, γεγονός που περιπλέκει ακόμη περισσότερο τα πράγματα στην πολιτική κατάσταση της χώρας. Ενισχυμένος από τους συμμάχους κι από την απήχησή του στο λαό, ο εγγονός επιστρέφει στην πόλη με σκοπό να καταλάβει τα ανάκτορα, που δικαιωματικά του ανήκουν και να ανατρέψει τον βασιλέα, κάτι που όμως δε θα συμβεί, καθώς οι δύο Ανδρόνικοι έρχονται σε μια συμβιβαστική λύση κι ο νεαρός αναγνωρίζεται από τον παππού του ως ηγέτης του κράτους. Ο αφηγητής, παράλληλα, δέχεται ένα ακόμη πλήγμα, τον θάνατο της Αιμιλίας, κάτι που τον επηρεάζει σημαντικά τα επόμενα χρόνια της ζωής του, κατά τα οποία κλείνεται στον εαυτό του και δεν εμπλέκεται στην πολιτική του παλατιού. Τον ίδιο χρόνο, με τον θάνατο της Αιμιλίας, το 1327, αποβιώνει κι ο Ανδρόνικος ο δεύτερος κι έτσι ο εγγονός του αναλαμβάνει πλήρεις ευθύνες, στις οποίες καταφέρνει να αντεπεξέλθει πολύ καλά. Ακολουθεί μια πιο ήπια περίοδος βασιλείας ώς και το 1330-1331, όπου η αυτοκρατορία έρχεται σε σύγκρουση με τους Οθωμανούς και χάνει την κρίσιμη μάχη στον Πελεκάνο, η οποία και σηματοδότησε την κατάρρευση της Βιθυνίας. Ο αυτοκράτωρ Ανδρόνικος έρχεται σε συμβιβασμό με τους Οθωμανούς και δέχεται να υπογράψει μια συνθήκη ειρήνης,  η οποία ωστόσο δεν  τον ωφελούσε καθόλου.
Ο αφηγητής μας παράλληλα διανύει την τέταρτη δεκαετία της ζωής του κι ενδιαφέρεται αποκλειστικά για την ανατροφή του γιου του, κάτι που δεν τον εμποδίζει να συνάψει σχέσεις με την χήρα Ευδοκία. Η σχέση τους ωστόσο διακόπτεται από την αιφνίδια επιστροφή της Τζιοβάνα, η οποία εγκαταλελειμμένη  κι άρρωστη επιστρέφει, για να δει τον γιο της. Ο αφηγητής τη συγχωρεί και την περιθάλπει, προσπαθώντας να τη βοηθήσει να ξεπεράσει την ασθένειά της, κάτι που δεν καταφέρνει, καθώς η Τζιοβάνα ήταν ήδη ετοιμοθάνατη. Ο θάνατός της λίγες μέρες αργότερα κυμαίνεται στο ίδιο περίπου χρονικό πλαίσιο με το θάνατο του Ανδρόνικου του τρίτου, ο οποίος μολυσμένος από πολύ σοβαρή ασθένεια αποβιώνει, δίχως να ορίσει διάδοχο, παρά μόνο διατυπώνοντας την παράκλησή του στον επιστήθιο φίλο του, Ιωάννη Καντακουζηνό να προστατεύσει την γυναίκα του, Άννα, και τον ανήλικο γιο του. Η αυτοκρατορία διχάζεται και πάλι, με την Άννα να αρνείται την πρόταση του Καντακουζηνού να παντρέψει τον γιο της με την κόρη του, Ελένη. Η ίδια προσπαθεί να  του αφαιρέσει το αξίωμα και τον εξοβελίζει από το παλάτι, τιμωρώντας παράλληλα όλους τους υποστηρικτές του.
Στο σημείο αυτό, οι δύο δράσεις συγχωνεύονται, καθώς ο αφηγητής τοποθετείται υπέρ του Ιωάννη και καταφεύγει για κάποιο διάστημα στο αρχοντικό της μελλοντικής γυναίκας του, Αλεξίας, για να γλιτώσει από την τιμωρία που του επιφύλασσε η Άννα. Στην περίοδο αυτή, η Άννα εμπλέκει και πάλι εξωτερικές δυνάμεις στην εσωτερική πολιτική του κράτους, μα τέλος συμβιβάζεται στη λύση που της πρότεινε εξαρχής ο Καντακουζηνός, κι ο γιος της στέφεται αυτοκράτορας. Ο αφηγητής μας πια δίχως το φόβο των συνεπειών, που θα είχε λόγω των πεποιθήσεών του, καλεί τον γιο του, ο οποίος σπουδάζει στην Ιταλία, να επιστρέψει πίσω στην Πόλη για τον γάμο του με την Αλεξία. Όμως, ο γιος του του επιφυλάσσει μια έκπληξη γυρνώντας πίσω: είναι ήδη παντρεμένος με την κόρη της Αλεξίας, η οποία είναι έγκυος στο πρώτο τους παιδί. Ο αφηγητής ζει τα επόμενά του χρόνια ευτυχισμένος με τη γυναίκα του Αλεξία και την υπόλοιπη οικογένειά του, μέχρι το 1364, όπου ένας ισχυρός σεισμός χτυπάει την βασιλεύουσα. Η απειλή των Οθωμανών να εισβάλλουν στην πόλη και ο μαύρος θάνατος που μάστιζε τον λαό οδηγούν τον Μιχαήλ στην απόφαση να φύγει με όλη την οικογένεια από την Πόλη και να μεταφερθεί στην Ιταλία. Ο αφηγητής μας, ο οποίος υπολογίζεται να είναι γύρω στα εβδομήντα πέντε εκείνη τη περίοδο, δέχεται μετά από πολλές πιέσεις να μεταναστεύσει στην Ιταλία και να αφήσει την αγαπημένη του Πόλη, παρά τους κινδύνους που θα αντιμετώπιζε εκεί. Το βιβλίο κλείνει με τις τελευταίες σκέψεις του αφηγητή, πριν αναχωρήσει για την Ιταλία, όπου κάνοντας μια σύντομη ανασκόπηση της ζωής του, «αποχαιρετά» την Αιμιλία, την Τζιοβάνα και την Αλεξία -η οποία είχε πεθάνει πριν από κάποια χρόνια επίσης- και προοικονομεί  με τα λόγια του το δικό του τέλος. 

Ανδρόνικος ο τρίτος

Picture
 Ο Ανδρόνικος ο τρίτος αποτελεί πρωταγωνιστική μορφή στο μυθιστόρημα. Σκιαγραφείται από τον αφηγητή συχνά, αν και μπορούμε και μέσα από τα λόγια και τις πράξεις του να συμπεράνουμε πολλά για τα στοιχεία που συνθέτουν τον χαρακτήρα του.
Αρχικά, προβάλλεται ως ένας απερίσκεπτος -αν και φιλόδοξος νέος- ο οποίος δεν ενδιαφέρεται καθόλου για την επίλυση των προβλημάτων του κράτους κι αψηφά τις συμβουλές του γέροντα βασιλιά, προτιμώντας να αναλώνει το χρόνο του σε ανούσιες διασκεδάσεις και στην κραιπάλη. Όταν έρχεται αντιμέτωπος με την κατηγορία της δολοφονίας του αδελφού του, δεν είναι σε θέση να υπερασπιστεί τον εαυτό του και να διαβεβαιώσει τον παππού του για την αθωότητά του, ενώ αντίθετα στηρίζεται στην προσπάθεια του αφηγητή να εξευμενίσει τον γέροντα βασιλέα.
Ωστόσο, ριζική αλλαγή παρατηρείται επάνω του από την στιγμή που ο κίνδυνος να του αφαιρεθεί η εξουσία γίνεται αισθητός. Στρέφεται εναντίον του παππού του, μόνο αφού έχει εξασφαλίσει ισχυρούς συμμάχους δίπλα του, ενώ βρίσκει την κατάλληλη στιγμή να δραπετεύσει από το παλάτι και να εγκατασταθεί στην περιοχή της Θράκης. Παράλληλα, είναι ένας διορατικός ηγέτης, ο οποίος -παρά το νεαρό της ηλικίας του- γνωρίζει σε ποια άτομα πρέπει να στηριχτεί και μπορεί να εμπνεύσει εμπιστοσύνη στον λαό, που τον περιμένει το 1328 ως «Μεσσία» όπως αναφέρεται στο κείμενο.
Στο διάστημα κατά το οποίο ο Ανδρόνικος προετοιμάζεται εναντίον του βασιλέα, προβάλλονται κάποια ακόμη στοιχεία της πολιτικής του στάσης, όπως η αυτονομία με την οποία λαμβάνει αποφάσεις κι η τάση του να συμμαχήσει με άλλους γειτονικούς του λαούς. Επιπροσθέτως, η προσπάθειά του να προσεγγίσει φιλικά τον παππού του, το 1327, φανερώνει και μια έξυπνη τακτική, μα και μια πιο ανθρώπινη πλευρά του νέου.
Από την στιγμή που χρίζεται πια επίσημα αυτοκράτορας της χώρας, κυβερνά με σύνεση και δεν υιοθετεί κάποια ιδιαίτερα τολμηρή πολιτική, όπως ο παππούς του στην δική του ηλικία. Επίσης, εκφράζει την αδιαφορία του για τα προνόμια που του παρέχει η θέση του κι επιδεικνύει κάποιες τάσεις απλούστευσης όσον αφορά στο βασιλικό σκήπτρο ή το θρόνο. Ο Ανδρόνικος ενσαρκώνει τον τύπο του στρατηγού-αυτοκράτορα, καθώς ήθελε ο ίδιος να ηγείται των διάφορων πολεμικών επιχειρήσεων κι έδινε ιδιαίτερη βαρύτητα στην δράση.
Τέλος, ο Ανδρόνικος είχε τα προσόντα να κυβερνήσει την χώρα για αρκετά χρόνια, αν δεν απεβίωνε σε σχετικά μικρή ηλικία. Λίγο πριν από το θάνατό του, κάνει τις τελευταίες του προσπάθειες να διατηρηθεί η τάξη στην αυτοκρατορία, μοιράζοντας κατά κάποιον τρόπο την εξουσία μεταξύ της γυναίκας του, του γιου του και του επιστήθιου φίλου του, Ιωάννη Καντακουζηνού.
Συνολικά, η παρουσία κι η δράση του Ανδρόνικου του τρίτου παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς την παρατηρούμε να αλλάζει και να διαμορφώνεται στις τρεις κύριες περιόδους της ζωής του. Στα εφηβικά και νεανικά του χρόνια, παρουσιάζεται ως ένα ατίθασο αγόρι, επιρρεπές στις κακές συναναστροφές, το οποίο μεταβάλλεται σε έναν αποφασιστικό νέο που με σωστές κινήσεις προσπαθεί να ανατρέψει τον παππού του από τον θρόνο, και τέλος στην τρίτη και πιο σημαντική φάση της ζωής του προβάλλεται ως ένας ικανός κι οξυδερκής ηγέτης, παρά την ήττα του στον Πελεκάνο από τους Οθωμανούς. 

Ανδρόνικος ο δεύτερος

Picture
Ο γέρος βασιλέας Ανδρόνικος Παλαιολόγος είναι μία από τις πιο σημαντικές μορφές του μυθιστορήματος, καθώς διαδραματίζει μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση της δράσης. 
Αρχικά, ο αφηγητής μας δίνει πληροφορίες για την ώς τώρα πολιτική τακτική του και τον τρόπο με τον οποίον διοικεί την χώρα. Γνωρίζουμε πως διέπραξε σοβαρά λάθη από τη στιγμή που πήρε τα ηνία της διακυβέρνησης κι επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από θρησκευτικές έριδες, με αποτέλεσμα να έχει καλλιεργηθεί στον λαό η πεποίθηση πως πρέπει να δοθεί τέλος στη δυναστεία των Παλαιολόγων. Επίσης, λειτουργούσε ασυλλόγιστα πολλές φορές στο παρελθόν κι ασκούσε μια επεκτατική πολιτική, η οποία ζημίωσε το κράτος σοβαρά.
Στο δραματικό ενεστώτα του έργου, ο βασιλέας είναι ήδη εξήντα τεσσάρων χρόνων και προβάλλεται ως αυστηρός με τον εγγονό του, απειλώντας τον να τον αποκληρώσει και συνεπώς να μην τον ορίσει βασιλέα του κράτους, αξίωμα που του ανήκε δικαιωματικά. Στη συνέχεια, δείχνει να μην αντιλαμβάνεται την κρισιμότητα της κατάστασης, όταν ο εγγονός του εγκαταλείπει το παλάτι.  Όταν εκείνος αποφασίζει να τον αντιμετωπίσει, δεν κάνει σωστές κινήσεις και δε ζητά βοήθεια από τα κατάλληλα άτομα -με μόνη εξαίρεση τον λόγιο Μετοχίτη. Η άρνηση να συμβιβαστεί με τον εγγονό του ήταν ένα ακόμη λάθος της πολιτικής του, κάτι που ίσως να συνειδητοποιεί κάποια χρόνια αργότερα, την στιγμή που ο νεαρός Ανδρόνικος εισβάλλει στα ανάκτορα. 
Ένα διαφορετικό πρόσωπο του βασιλέα συναντούμε, όταν εκείνος λυγίζει συναισθηματικά και ζητά να συμφιλιωθεί με τον εγγονό του, γράφοντάς του ένα γράμμα, στο οποίο του αριθμεί όσα έχει κάνει στο παρελθόν για εκείνον. Ο θάνατός του, λόγω της προχωρημένης ηλικίας του και των ψυχικών δοκιμασιών, στις οποίες είχε υποβληθεί τον βρίσκει γαλήνιο κι ευτυχισμένο, έχοντας προλάβει να παραχωρήσει στον εγγονό του την εξουσία.
Μία ιδιότυπη σχέση μεταξύ εκείνου και του αφηγητή είχε δημιουργηθεί στο παλάτι. Ο αφηγητής, παρόλο που σχολιάζει αρνητικά τις διάφορες ενέργειες του Ανδρόνικου του δεύτερου, δεν παύει να τον εκτιμά και να τον υπακούει, ενώ συχνά αναφέρει πως τη μόρφωσή του και τη χρηματική του άνεση τις χρωστάει σε μεγάλο βαθμό σ’ εκείνον. Από την πλευρά του, ο αυτοκράτορας τρέφει συμπάθεια κι αγάπη προς τον αφηγητή, ενώ μέσα από την επιμονή του να αναλάβει εκείνος την υπόθεση του Μανουήλ εκδηλώνει  έμπρακτα την εμπιστοσύνη του. 
Γενικότερα, παρά τα αρνητικά αποτελέσματα της πολιτικής του, ο Ανδρόνικος θεωρήθηκε ένας σημαντικός ηγέτης του κράτους, ο οποίος επιχείρησε να εφαρμόσει μεγαλόπνοα σχέδια για την αυτοκρατορία, κάποια από τα οποία κατάφερε μέσω της τακτικής των επιγαμίων, χάρη στην οποία εξασφάλιζε συμμάχους από πολλούς γειτονικούς και μη λαούς. Ως χαρακτήρας, στο έργο προβάλλεται ως ελάχιστα συγκροτημένος, αφού αλλάζει απόψεις και στάση ως προς κάποια ζητήματα διαρκώς, ενώ συνάμα μεροληπτικός, καθώς ενισχύει κάποια από τα εγγόνια του ή τους συμβούλους του περισσότερο από τα υπόλοιπα. Παρόλα αυτά, σε πολλές στιγμές παρουσιάζεται πολύ ανθρώπινος και ζεστός, διατεθειμένος να αναγνωρίσει τα λάθη του ή να αναθεωρήσει κάποιες απόψεις του.

Αφηγητής (Ανδρόνικος Παλαιολόγος)

Picture

Ο αφηγητής και πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος εκπροσωπεί έναν κοινό άνθρωπο, ο οποίος καταγράφει τα ιστορικά και πολιτικά γεγονότα της εποχής του, ασκώντας κριτική σε αυτά και παραθέτοντας παράλληλα τις προσωπικές του εμπειρίες. Τον παρατηρούμε σε όλες τις φάσεις της ζωής του, από τη νεαρή του ηλικία ώς και τα προχωρημένα του γεράματα.
Αρχικά, ο αφηγητής παρουσιάζεται ως ένας εργατικός και κάπως αφελής νέος, ο οποίος είναι μεγαλωμένος στο παλάτι και προσπαθεί να φέρνει εις πέρας τις εργασίες που του αναθέτει ο γέρος βασιλέας, δίχως να γίνεται αντιληπτός στους ανώτερους ιεραρχικά συνομηλίκους του. Ήδη από αυτήν την ηλικία, εκφράζει ενδιαφέρον για την καταγραφή των γεγονότων και μία σημαντική έφεση στα γράμματα και στις ξένες γλώσσες, κάτι που δικαιολογεί ολόκληρο το έργο του. Στη σύγκρουση του βασιλέα με τον εγγονό του, ο Ανδρόνικος-αφηγητής τοποθετείται μεν υπέρ του δεύτερου, κρατά ωστόσο τις ισορροπίες μέσα στο παλάτι, τακτική που θα εφαρμόσει ως και την συμφιλίωση των δύο ηγετών.
Ως νέος, ο Ανδρόνικος δεν είναι ακόμη σε θέση να καταλάβει το ρόλο που θα παίξει η Αιμιλία στη μετέπειτα ζωή του, θεωρώντας τη σχέση του μαζί της περισσότερο ως κάτι το σύντομο και παροδικό. Ωστόσο, βρίσκεται ακόμη σε νεαρή ηλικία, όταν παντρεύεται την αδελφή της, Τζιοβάνα κι αποκτά τον γιο του. Ο ρόλος του συζύγου και του πατέρα λειτουργούν ως παράγοντες για την ωρίμανση του ίδιου, όχι μόνο στα προσωπικά του θέματα, μα και γενικότερα στην προσέγγιση της ζωής. Ωστόσο, δέχεται το πρώτο του πλήγμα με τη φυγή της γυναίκας του, κάτι για το οποίο αναγκάζεται να υφίσταται σκωπτικά σχόλια από τον περίγυρό του, τα οποία αγνοεί, καθώς είναι βαθιά πληγωμένος.
Σε όλες του τις προσωπικές σχέσεις με γυναίκες, ο αφηγητής προβάλλεται να ενδιαφέρεται και να τις σέβεται πολύ, ξεχωρίζοντας πάντα την Αιμιλία, με την οποία  καλλιέργησε μια ανιδιοτελή φιλία, ενώ συγχωρεί την μετανοημένη Τζιοβάνα, όταν εκείνη επιστρέφει, για να δει τον γιο τους. Επιπρόσθετα, η σχέση του με το γιο του Μιχαήλ είναι ειλικρινής και βαθιά, κάτι που ίσως οφείλεται και στο γεγονός ότι τον ανέθρεψε μόνος του.
Τέλος, ο αφηγητής είναι ένας άνθρωπος έξυπνος, ικανός στην δουλειά του, με πλούσιο ψυχικό κόσμο και κριτική σκέψη προς το ιστορικό γίγνεσθαι, ο οποίος δε διστάζει να καταγράψει ανόθευτη την αλήθεια και να εκφέρει  τη δική του γνώμη. Ώς το τέλος της ζωής του, ο Ανδρόνικος δε χάνει αυτές τις αρετές, αντίθετα τις καλλιεργεί παράλληλα με την φιλοπατρία του, η οποία εκδηλώνεται στο τέλος, όταν αρνείται πεισματικά να ακολουθήσει την υπόλοιπη οικογένεια του στην Βενετία και να εγκαταλείψει την Πόλη. 

Κριτική – Αξιολόγηση
του μυθιστορήματος

Picture
Το ιστορικό μυθιστόρημα «Οι Παλαιολόγοι» του Γιώργου Λεονάρδου αποτελεί ένα εξαιρετικό δείγμα ιστορικού μυθιστορήματος, καθώς συνδυάζει δυνατή πλοκή κι έντονες συγκινήσεις πάνω σε ένα καλά διαρθρωμένο  ιστορικό υπόβαθρο.
Σε συνδυασμό με τη δομή του μυθιστορήματος, το αφηγηματικό τέχνασμα του συγγραφέα να περιγράψει τα ιστορικά γεγονότα από την οπτική γωνία ενός αυλικού της εποχής, ο οποίος εμπλούτιζε την αφήγησή του και με προσωπικά του βιώματα κινεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Με αυτόν τον τρόπο, ο συγγραφέας κατορθώνει να μεταδώσει  πιο παραστατικά τις συνθήκες ζωής της εποχής και τις αντιλήψεις ενός μεγάλου μέρους του λαού, καθώς οι απόψεις του αφηγητή του εκπροσωπούν τις γενικότερες πεποιθήσεις που επικρατούσαν εκείνη την εποχή.
Επιπρόσθετα, ο τρόπος που παρουσιάζονται όλοι οι φανταστικοί ήρωες του συγγραφέα, μα και τα ιστορικά πρόσωπα της εποχής είναι πολύ ανθρώπινος. Τόσο τα στοιχεία που συνθέτουν τους χαρακτήρες τους, όσο κι οι αντιδράσεις τους κυμαίνονται σε ένα ρεαλιστικό πλαίσιο. Επιπλέον, η πολύπλευρη δράση που εκτυλίσσεται παράλληλα με τα ιστορικά γεγονότα κι αφορά στην προσωπική ζωή του αφηγητή  παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. 
Εκτός από αυτά, ιδιαίτερη  εντύπωση προκαλεί η προσπάθεια του συγγραφέα να διαρθρώσει το μυθιστόρημα σε δύο επίπεδα -το προσωπικό/φανταστικό και το ιστορικό- των οποίων οι δράσεις διαπλέκονται, καθώς ο αφηγητής του έργου δε μένει αμέτοχος στο πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας κι η προσωπική του ζωή επηρεάζεται σημαντικά από αυτό. Επίσης, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε έναν ελεύθερο παραλληλισμό μεταξύ των ιστορικών γεγονότων κι αυτών που λαμβάνουν χώρα στην προσωπική ζωή του αφηγητή. Ο θάνατος της Τζιοβάνα λ.χ. κινείται στο ίδιο χρονικό πλαίσιο με αυτόν του βασιλέα Ανδρόνικου του τρίτου, ενώ αυτός της Αιμιλίας με τον Ανδρόνικο τον δεύτερο. 
Τέλος, η επιλογή του συγγραφέα να ασχοληθεί στο έργο του με το συγκεκριμένο κομμάτι της βυζαντινής ιστορίας συνεισφέρει άμεσα στην αφύπνιση του ενδιαφέροντος του αναγνώστη, διότι οι πολιτικές εξελίξεις, οι δολοπλοκίες, συμμαχίες που συχνά ανατρέπονται κι η ιστορία ενός ολόκληρου κράτους στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο θα μπορούσαν να συγκροτούν από μόνες τους περιεχόμενο μυθιστορήματος, δίχως την παρεμβολή του  φανταστικού πλαισίου.
Ένα στοιχείο, που ίσως δεν κάνει καλή εντύπωση είναι σε κάποια σημεία η γλώσσα του κειμένου, όταν ο συγγραφέας χρησιμοποιεί πολλά κοσμητικά επίθετα και κάποιες εξεζητημένες εκφράσεις, υφολογικά μέσα, τα οποία περισσότερο κουράζουν τον αναγνώστη παρά στολίζουν το κείμενο. Γενικά, όμως, η έκφραση του κειμένου χαρακτηρίζεται από γλαφυρότητα και παραστατικότητα, δίχως πλατειασμούς ή επαναλήψεις, ενώ η πλοκή κι οι χαρακτήρες πολύ όμορφα συνδεδεμένοι. Ένα δεύτερο στοιχείο που επιβαρύνει τον αναγνώστη είναι η επανάληψη των ίδιων ονομάτων, καθώς ο συγγραφέας ονομάσει και τις φανταστικές του μορφές με ονόματα ίδια με αυτά των ιστορικών προσώπων, γεγονός που καθιστά κάποιες φορές δύσκολο για τον αναγνώστη να παρακολουθήσει την εξέλιξη της δράσης.
Συμπερασματικά, οι Παλαιολόγοι είναι ένα ζωντανό μυθιστόρημα, μετά την ανάγνωση του οποίου αισθάνεται κανείς ότι έχει «βιώσει» ένα κομμάτι βυζαντινής ιστορίας, έχοντας κατανοήσει το πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι της εποχής.